- συμψεύδομαι
- συμψεύδομαι, [voice] Med.,A tell a lie together, Plb.6.3.10; τινι with one, Plu.2.508e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συμψεύδομαι — ΝΑ [ψεύδομαι] (για φιλοσ. κρίσεις) είμαι επίσης ψευδής αρχ. ψεύδομαι μαζί με κάποιον … Dictionary of Greek